- συνομολόγηση
- [-ις (-εως)] η заключение, подписание (соглашения и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνομολόγηση — η σύναψη συμφωνίας: Συνομολόγηση συνθήκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνομολόγηση — η, Ν 1. αμοιβαία ομολογία 2. σύναψη συμφωνίας, σύναψη σύμβασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνομολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συνομολόγησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
συνομολογήσῃ — συνομολογέω say the same thing with aor subj mid 2nd sg συνομολογέω say the same thing with aor subj act 3rd sg συνομολογέω say the same thing with fut ind mid 2nd sg συνομολογέω say the same thing with aor subj mid 2nd sg συνομολογέω say the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλαναδοχή — η (σε πάπυρο) αμοιβαία συνομολόγηση και αποδοχή υποχρεώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + αναδοχή] … Dictionary of Greek
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
ειρήνευση — η (AM εἰρήνευσις) 1. αποκατάσταση τής ειρήνης 2. συνομολόγηση ειρήνης … Dictionary of Greek
ειρηνεμός — ο 1. καθησύχαση, ειρήνευση 2. συνομολόγηση ειρήνης … Dictionary of Greek
νεοκράς — νεοκράς, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που αναμίχθηκε μόλις πριν από λίγο («νεοκρᾱτες σπονδαί», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα ή αυτός που απαιτήθηκε πρόσφατα («νεοκρᾱτα φίλον κομίσειεν», Αισχύλ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ νεοκράς είδος… … Dictionary of Greek
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
σπονδοποιΐα — ἡ, Α [σπονδοποιός] η συνομολόγηση ειρήνης ή ανακωχής με σπονδές … Dictionary of Greek
σπονδοφόρος — ο, ΝΜΑ, και σπονδιοφόρος και ουδ. το σπονδοφόρον και ως επίθ. σπονδηφόρος ΜΑ 1. αυτός που προσέφερε σπονδές, θυσίες, ιδίως εκείνος που έσταζε από το ποτήρι σταγόνες κρασιού 2. αυτός που έκανε προτάσεις για ανακωχή ή για ειρήνη 3. θρησκευτικός… … Dictionary of Greek